>
" ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ - Only Lovers Left Alive (2013) "

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Της Παναγιάς




Διακριση : 1ο βραβειο

Συγγραφέας : Κάποιοθ άλλοθ
 

Της Παναγιάς


Μέσα Ιουλίου, οι ζέστες είχαν μπει για τα καλά. Λόγω δουλειάς έπρεπε να φύγω από την πόλη της Μυτιλήνης και να παραδώσω κάτι ασκούς με κρασί σε ένα παραθαλάσσιο χωριό περίπου σαράντα χιλιόμετρα μακριά, την Αχλαδερή. Κάπου στη διαδρομή κοράκιασα και βλαστήμησα που δεν είχα μεριμνήσει να πάρω μαζί μου ένα μπουκάλι νερό. Για ώρα έκανα υπομονή μέχρι να φτάσω σε μία βρυσούλα που θυμόμουν ότι υπήρχε στο δρόμο. Πάρκαρα πίσω από έναν πλάτανο, δέκα μέτρα μακριά από τη βρύση. Απέναντι έπαιζαν δύο σκυλιά, ένα απρόμαυρο κι ένα κανελί. Ήταν πολύ μεγάλα για να τα πεις "κουτάβια" αλλά η ανάπτυξή τους δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Φαίνονταν χαρούμενα με έναν τρόπο που χάνει όποιος μεγαλώσει λίγο, σε όποιο είδος κι αν ανήκει. Όμορφο θέαμα. Ανάμεσα στο δέντρο και την πηγή είδα ένα πρόσωπο από τα παλιά που δυσκολεύτηκα να θυμηθώ.

Η λέξη "παράδοση" μου δίνει στα νεύρα. Φέρνει στο μυαλό πλήθος βαρετών ενεργειών που γίνονταν παλιά και που γονείς και δασκάλοι με βάζανε να μιμούμαι χωρίς να με καλύπτει η αιτία. Παράδοση είναι όλα τα στοιχεία που ένα κάρο καθυστερημένοι αρνούνται να δεχθούν ότι έχουν πεθάνει κι εξακολουθούν να τους δίνουν φιλιά της ζωής μέσω των άτυχων απογόνων τους. Το μόνο στοιχείο της που απολάμβανα ως έφηβος ήταν η πεζοπορία τον Δεκαπενταύγουστο, τη μέρα της Παναγιάς. Όχι ότι πίστευα ότι θα σώσω την ψυχή μου, από πολύ μικρός είχα συνειδητοποιήσει ότι αν ισχύουν αυτά που λένε οι χριστιανοί για την κόλαση και τον παράδεισο την έχω πολύ άσχημα κι αυτό με οδήγησε στην αθεΐα. Απλά είχα ένα θρησκευτικό άλλοθι για να ξενυχτίσω με παρέα. Στον δρόμο έβρισκες όποιον ήξερες. Το πανηγύρι αποτελούσε ένα άτυπο ραντεβού όλων των εφήβων.

Βρέθηκα με διάφορους κολλητούς, από αυτούς που κάποια στιγμή τους νιώθεις αδέρφια και κάποια άλλη, όταν μεγαλώσεις λίγο, σταματάς να τους χαιρετάς. Η αφετηρία ήταν μία περιοχή της πόλης κοντά στο τέλος της ονόματι Αλυσίδα. Ο τερματισμός ήταν σε ένα χωριό που αν το πάρεις με το αυτοκίνητο είναι είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά αλλά αν το πάρεις με τα πόδια μπορείς να χρησιμοποιήσεις μία παράκαμψη. Το όνομά του είναι Αγιάσος.

Όταν αρχίζαμε να περπατάμε είχαμε στο μυαλό μας τις συμβουλές που δίνανε γονείς, γυμναστές και κάθε είδους ειδήμονες: "μην μιλάς πολύ, κράτα δυνάμεις" και τέτοια. Μέχρι να φτάσουμε στο δεύτερο χιλιόμετρο, στα νταμάρια, η γλώσσα ολονών πήγαινε ροδάνι. Το ηλιοβασίλεμα που ενίσχυε το κόκκινο χρώμα στις πέτρες δίπλα μας, το ύψος του απότομου βουνού που προκαλούσε δέος και, τέλος, η επετειακή μέρα, άνοιγαν την όρεξη για θρησκευτικές συζητήσεις. Ήταν κι ένας τύπος που το έπαιζε ξεφτέρι σε ό,τι είχε σχέση με τη θρησκεία.
-Έχουν γίνει έρευνες που αποκαλύπτουν ότι η Παναγία είχε καταγωγή από Θεσσαλονίκη
-Μας κοροϊδεύεις ρε φίλε; Παρθένα και Σαλονικιά γίνεται;
Μία από τις "αποκαλύψεις" του ήταν ότι η καινή διαθήκη λέει πως στον παράδεισο παίρνουμε μία άυλη μορφή, βλέπουμε για πάντα τον θεό κι αισθανόμαστε γεμάτοι. Στην αρχή μου φάνηκε σαν καταδίκη. "Αν ο θεός είναι σαν τη Λίτσα τότε εντάξει, με καλύπτει" είπα αφού το σκέφτηκα λίγο. Όλοι σκάσανε στα γέλια κι αρχίσανε τα σχόλια "ρε, ξέρεις με τι τύπους βγαίνει αυτή; Είναι μέσα στα ναρκωτικά και τις παρανομίες". Σήκωσα τη μύτη μου, σήκωσα λίγο περισσότερο το φρύδι κι όταν ένιωσα ότι είχα μεταμφιέσει αρκετά πιστευτά τις ελπίδες μου σε αυτοσαρκασμό ανακοίνωσα: "Περιμένει εμένα να την σώσω.

"Η Λίτσα ήταν το αλάνι της τάξης κι ο έρωτάς μου. Μόνο με μένα έκανε παρέα. Ένιωθα ότι η σχέση μας ήταν σε καλό στάδιο. Μου έλεγε πολύ προσωπικά της πράγματα και της έλεγα πολύ προσωπικά μου ψέματα κι αυτή έκανε ότι τα πίστευε. Έβγαινε με κάτι τύπους από ένα ΤΕΕ δίπλα που είχαν μείνει πολλά χρόνια στην ίδια τάξη κι ήταν αισθητά μεγαλύτεροί μας. Κυκλοφορούσαν φήμες πως συμμετείχε σε όργια με σεξ και ναρκωτικά αλλά δεν τα πίστευα -ήξερα ότι υπάρχει πολύ ράδιο αρβύλα στις επαρχίες. Δεν την είχα ρωτήσει ποτέ. Και να ήταν αλήθεια δεν αποτελούσαν λόγο για να την κάνουν να μου αρέσει λιγότερο.

Φτάνοντας στο Κρυονέρι, όχι πολύ μακριά, την πέτυχα με μία κοριτσοπαρέα που δεν γνώριζα. Στο βλέμμα όλων τους υπήρχε η αυτοπεποίθηση που νιώθει κάποιος όταν αισθάνεται ότι έχει ζήσει πολλά περισσότερα πράγματα από τους υπόλοιπους. Πήγα και της μίλησα, κλασικά πράγματα, "Γεια σου Λίτσα, πώς περνάς το καλοκαίρι;" και τέτοια. Το περίεργο δεν ήταν πως μας άφησαν στην ησυχία μας οι δικοί μου φίλοι, αυτοί ήταν μιλημένοι, το περίεργο ήταν πως και οι δικές της φίλες απομακρύνθηκαν. Συνεχίσαμε οι δυο μας λες και δεν είχαμε έρθει με άλλους. Ο ήλιος είχε πια δύσει κάτι που δυνάμωνε ανεξήγητα την δύναμη της αύρας της. Όλα φαίνονταν πιο ενδιαφέροντα. Τα φώτα των αυτοκινήτων που περνούσαν, τα φανάρια του δρόμου σε χρώμα σέπιας κι οι διάφοροι που χαιρετούσαμε.

Μετά από καμιά δεκαριά χιλιόμετρα κάναμε μία στάση στην Καρήνη, σε ένα αίθριο καφενείο που έχει το όνομα της τοποθεσίας. Μέσα του έχουν έναν κούφιο πλάτανο. Στην κουφάλα του υποτίθεται ότι άραζε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ένας Μυτιληνιός ζωγράφος που, αφού πέθανε στην ψάθα, όλοι οι τοπικοί φορείς εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά το έργο του ως εκεί που δεν παίρνει. Δεξιά της εισόδου είναι μία λίμνη που τότε ήταν γεμάτη χρυσόψαρα αλλά σε ένα κατοπινό καλοκαίρι μεγάλης ξηρασίας ξεράθηκε και μετά, όταν ξαναγέμισε, δεν βάλαν άλλα. Τα κοιτάγαμε όλα και γελάγαμε με το παραμικρό με έναν τρόπο που κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να χαρακτηρίσει χαζό. Ήπιαμε μία πορτοκαλάδα, ξεκουραστήκαμε για μισή ώρα και ξαναρχίσαμε την πορεία μας.

Δίπλα στην Καρήνη είναι το πιο δύσκολο σημείο της διαδρομής: η Πατωμένη, ένα ανηφορικό πλακόστρωτο με έντονη κλίση και πλατειές γλιστερές πέτρες. Είναι ένας έτσι κι αλλιώς δύσβατος δρόμος και σε συνδιασμό με την κούραση που ήδη νιώθει κάποιος που έχει περπατήσει μέχρι εκεί εξαιτίας της προηγούμενης διαδρομής την έχει συνδέσει στο συλλογικό ασυνείδητο με τεράστια κούραση. Δεν υπάρχει καμία εστία φωτός κατά μήκος της οπότε, όποιος αποφασίζει να την περάσει είτε έχει φακό, είτε εκμεταλλεύεται τους φακούς των άλλων, είτε βαδίζει στα τυφλά.
-Θεοσκότεινα είναι, είπε η Λίτσα.
Καθώς έλεγα "έφερα φακό", ένιωθα κάτι ανάμεσα σε Προμηθέα και Σούπερμαν. "Ο Θωμάς καταφθάνει με τον μαγικό του φανό για να σώσει όσους περπατάνε στα σκοτάδια". Το περασμένο της ώρας κι η απόλυτη ησυχία που κάνανε οι κουρασμένοι συνοδοιπόροι έδιναν μυσταγωγική αίσθηση. Η Λίτσα ήταν πολύ κοντά μου για να βλέπει από τον φακό μου. Ήλπιζα να δηλώσει ότι είναι κουρασμένη και να την πάρω στους ώμους μου. Της έπιασα το χέρι. Όλα βαίναν καλώς.

Φτάσαμε στο χωριό, δίπλα στην τιμώμενη εκκλησία. Κάποιοι συνομήλικοι κάθονταν στο δρόμο και παίζανε στην διαπασών με κασετόφωνο ένα χιτάκι που οι παπάδες στις τηλεοράσεις το κατηγορούσαν για σατανιστικό. Αν τολμούσες να κοιτάξεις σου ανταποδίδανε το βλέμμα με ύφος "έχεις πρόβλημα ρε;"

-Πάμε να προσκυνήσουμε; με παρότρυνε η Λίτσα. Υποτίθεται ότι αυτό ήταν το κίνητρο για όλο τον ποδαρόδρομο

-Δεν προσκυνάω. Θα πάω στο στέκι να πιάσω θέση.

Το στέκι ήταν ένα μεγάλο μαγαζί στην είσοδο της Αγιάσου που κάθε δεκαπενταύγουστο γίνεται το αδιαχώρητο. Πριν πάω χάζεψα πάγκους με κάθε λογής φτηνά προϊόντα σαν αυτά που έχουν σε όλα τα πανυγήρια και πήρα ένα πακέτο τσιγάρα από ένα ανοιχτό μπακάλικο. Υπήρχε χρόνος για ξόδεμα αφού παίρνει ώρα να φτάσεις σε μία εικόνα όταν πριν από εσένα περιμένει στην ουρά μία ολόκληρη πόλη. Ο δρόμος ήταν γεμάτος μουσικές που, όσο κι αν ήθελα να εγκλιματιστώ στο περιβάλλον, τις έβρισκα ενοχλητικές. Στο στέκι χρειάστηκε να περιμένω ένα δεκάλεπτο μέχρι να αδειάσει τραπέζι. Παρήγγειλα μία μερίδα λουκουμάδες, τους έφαγα, άνοιξα το πακέτο και περίμενα να τη δω για να ανάψω το πρώτο τσιγάρο. Ήρθε μετά από πολλή ώρα. Δεν ήταν μόνη της. Την συνόδευε ένας τύπος που δεν μου γέμιζε το μάτι. Αυτή τη στιγμή κανένας τύπος που θα τη συνόδευε δε θα μου γέμιζε το μάτι.
-Δεν ήξερα ότι καπνίζεις.
-Τώώώρα; Το έχω αρχίσει εδώ και δύο χρόνια.
Αλήθεια έλεγα. Το πρώτο τσιγάρο το είχα καπνίσει δύο χρόνια πριν. Το δεύτερο ήταν αυτό που είδε.
-Απο' δω ο Μπάμπης. Τον είδα στην εκκλησία.
Αλληλοχαρήκαμε.
Τον Μπάμπη τον θυμόμουν από τα ΤΕΕ. Είχε πολλά βαρύ ύφος, καγκουροπάνκ μαλλί και κυκλοφορούσε συνέχεια με ένα δερμάτινο μπουφάν. Κατά καιρούς βάραγε κόσμο, έτσι τουλάχιστον έλεγαν διάφοροι του περιβάλλοντός μου. Ήταν από τα άτομα που εννοούν οι γονείς όταν συμβουλεύουν τα παιδιά τους να μην κάνουν παρέα με τον οποιοδήποτε. Κάπνιζε σαν φουγάρο κι αναγκαζόμουνα κι εγώ να ανάβω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ο λαιμός μου με πέθαινε. Δεν είχαμε τίποτα να πούμε. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει άβολη.
-Πάμε να πάρουμε το λεωφορείο; πρότεινα στην Λίτσα
-Εμένα θα με κατεβάσει ο Μπάμπης με την μηχανή του.
Ο τύπος με κοίταξε με θριαμβευτικό ύφος. Η εξέλιξη με είχε απογοητεύσει.

Μπήκα στο λεοφορείο. Σε κάθε στάση έβλεπες χαρούμενα πρόσωπα. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο και σκεφτόμουνα. Στην τελική μπορεί ο Μπάμπης να είχε κερδίσει μία μάχη αλλά όχι τον πόλεμο. Αυτός ήταν μάγκας, πιο μεγάλος κι είχε φράγγα αλλά εγώ ήμουν πιο ωραίος και πιο έξυπνος από την πάρτη του όπως είναι κάθε ερωτευμένος έφηβος. Αυτή τη μέρα έβαλα έναν στόχο που, όπως κάθε στόχος που σέβεται τον εαυτό του, ήταν ζόρικος. Το όνομα αυτού: Λίτσα.

Ο καιρός πέρασε κι έφτασε η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς. Είχα φαντασιωθεί στο ενδιάμεσο πολλάκις ότι τα βάζω με όλο τον υπόκοσμο της Μυτιλήνης για να τη διεκδικήσω, είχα γυμναστεί, είχα κάνει και σχέδιο πολιορκίας της. Φτιάχτηκα στον καθρέφτη για να γίνω όσο πιο όμορφος μπορούσα. Στο σχολείο κάθησα σε μία απόμερη γωνιά και την περίμενα χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Η μέρα ήταν αφιερωμένη σε εκείνη. Χωρίς να θέλω να επικοινωνήσω με κάποιον άλλο συμμαθητή το αφτί μου έπιασε μέρος από μία συζήτηση και χώθηκα.-Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί, όλα τα μπροστινά της δόντια λείπανε
-Για ποια λέτε ρε;
-Για τη Λίτσα
-Έπαθε τίποτα η Λίτσα;
-Δεν τα έμαθες; Πέθανε τον Δεκαπενταύγουστο. Ήταν στη μηχανή με έναν γκόμενο και πέσανε στους Λάμπου Μύλους ανάμεσα σε μία βρύση κι έναν πλάτανο.
Μου ήρθε σκοτοδύνη για κλάσματα του δευτερολέπτου και μετά απέβαλλα κάθε ανάμνηση που σχετιζόταν μαζί της. Ούτε το όνομα "Λίτσα", ούτε τη φυσιογνωμία της, ούτε τη βόλτα μας στην Αγιάσσο, ούτε ότι την είχα γνωρίσει ποτέ θυμόμουν. Το μυαλό μου, μη μπορώντας να διαχειριστεί την πληροφορία, διέγραψε κάθε τι που είχε σχέση μαζί της. Δεν είπα καν "την κακομοίρα". Επέστρεψα στην άκρια από την οποία είχα έρθει χωρίς να νιώθω το παραμικρό.

Την ξαναείδα μετά από δύο δεκαετίες κι όλα επέστρεψαν στη θύμησή μου. Στα αριστερά μου υπήρχε η βρύση, στα δεξιά ο πλάτανος και το εικονοστάσι στη μέση. Μέσα υπήρχε η φωτογραφία με το προσωπάκι της κι από κάτω ημερομηνία γέννησης, ημερομηνία θανάτου, "ετών 16". Η μύτη μου έλυσε και μία λα μου τρύπισε τ' αυτιά, σαν το βούισμα που νιώθει κανείς όταν τρομάζει πάρα πολύ, μόνο πιο έντονο. Το απότομο φρενάρισμα πίσω μου και τον γδούπο που το συνόδευσε τα αντιλήφθηκα τόσο ανεπαίσθητα που έπρεπε να κοιτάξω τον δρόμο για να σιγουρευτώ ότι συνέβησαν. Ο κανελής σκύλος πηδούσε μπροστά στον ασπρόμαυρο προτρέποντάς τον να τον ακολουθήσει. Κάποιες στιγμές τον δάγκωνε ελαφρά. "Έλα, πάμε να παίξουμε, γιατί δεν έρχεσαι;" Όταν κουράστηκε έμεινε να τον κοιτάει με απορία και πανικό. Το ασπρόμαυρο δεν θα ξανασηκωνόταν ποτέ κι αυτό είναι ο θάνατος. Έκατσα στα χώματα και ξέσπασα σε κακόηχους, θρηνητικούς λυγμούς



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου